- γναφευτικός
- η , ό[ν] чесальный; валяльный, сукновальный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γναφευτικός — ή, ό (AM γναφευτικός, ή, όν, Α και κναφευτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γναφέα 2. το θηλ. ως ουσ. η γναφευτική η τέχνη τού γναφέα … Dictionary of Greek
γναφευτική — γναφευτικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνάφος — και κνάφος, ο (Α) [κνάπτω] 1. το αγκαθωτό φυτό δίψακος ο γναφευτικός 2. χτένι τών μαλλιών, χτένι χρήσιμο για κατεργασία ερίων 3. βασανιστήριο όργανο σε σχήμα χτενιού … Dictionary of Greek
γναφικός — ή, ό (AM γναφικός, ή, όν, Α και κναφικός, ή, όν) ο γναφευτικός … Dictionary of Greek
κναφευτικός — κναφευτικός, ή, όν (Α) βλ. γναφευτικός … Dictionary of Greek
νεροκράτης — ο 1. αυτός που ρυθμίζει τη ροή, τη διανομή τού νερού, υδρονόμος, υδρονομέας 2. πέτρινη λεκάνη για νερό, γούρνα, ποτίστρα 3. κοινή ονομασία τού φυτού που φέρει τη λόγια ονομασία δίψακος ο γναφευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + κράτης (< κρατώ),… … Dictionary of Greek